ὑπεράγω

ὑπεράγω
ὑπεράγω [],
A lift up over, τὸ πεπονθὸς [σκέλος] ὑπεραγάγωμεν ταύτης (the cross-bar) Paul.Aeg.6.118: metaph., elevate, exalt,

τὴν ἡγεμονίαν εἰς ἄκραν εὐδαιμονίαν App.BC4.92

.
II excel, surpass, c. gen., Plb. 11.13.5;

τοῖς ὀδοῦσι πάντων D.S.3.35

: c. acc.,

ἡ πολιτείη ἡ ὑμετέρη ὑπερῆγε τὰς ἑτέρων Hp.Ep.27

: mostly in part. ὑπεράγων, ουσα, ον, eminent, principal,

αἰχμάλωτοι SIG588.67

(Milet., ii B. C.); extravagant, excessive, Phld.Herc.1251.5; extraordinary, D.S.13.90, etc.;

ῥώμαις Id.5.17

, etc.; c. acc., τοὺς ἄλλους κατά τι ὑ. v. l. in Id.3.44;

ἐν τᾶσι τοῖς ἔργοις -ων LXX Si.30.31

(33.23); ἡ ὑπεράγουσα ἐπιστροφή excessive twisting, Ph.Bel.58.21; cf. LXX 1 Ma.6.43, J.AJ15.7.6, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπεράγω — ΜΑ [ἄγω] μσν. ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.) αρχ. 1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.) 2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ …   Dictionary of Greek

  • ὑπεράγω — ὑπεράγαμαι to be exceedingly pleased pres imperat mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπεραγόντως — Α επίρρ. πάρα πολύ, υπέρμετρα («ὑπεραγόντως θαυμαστές», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεράγων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπεράγω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”